- οπλοδόκη
- η стойка, пирамида для винтовок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπλοδόκη — η ναυτ. ξύλινη κατασκευή στους θαλάμους πολεμικών πλοίων για την όρθια τοποθέτηση τών όπλων, αλλ. οπλοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
οπλοθέτης — η η οπλοδόκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + θέτης (< τίθημι), πρβλ. χαρτο θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
οπλοστάσιο — το 1. στρ. 1. ο χώρος, η αποθήκη μέσα στην οποία φυλάσσονται τα φορητά όπλα μιας στρατιωτικής μονάδας, όπως είναι τα τυφέκια, τα οπλοπολυβόλα, τα πιστόλια, τα αντιαρματικά όπλα, τα ολμοβόλα κ.ά. 2. εργοστάσιο κατασκευής, συντήρησης και επισκευής… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek